- βοτανη
- βοτάνηдор. βοτάνᾱ (τᾰ) ἥ1) подножный корм, пастбище Hom., Eur., Plat., Theocr.
β. ἁ λέοντος Pind. = Νεμέα
2) трава(μέσον δενδρων καὴ βοτανῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
β. ἁ λέοντος Pind. = Νεμέα
(μέσον δενδρων καὴ βοτανῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βοτάνη — pasture fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνῃ — βοτάνη pasture fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… … Dictionary of Greek
βοτάναι — βοτάνη pasture fem nom/voc pl βοτάνᾱͅ , βοτάνη pasture fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανῶν — βοτάνη pasture fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάναις — βοτάνη pasture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάναισι — βοτάνη pasture fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνην — βοτάνη pasture fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνης — βοτάνη pasture fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνῃσι — βοτάνη pasture fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνῃσιν — βοτάνη pasture fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)